- σφηνώνω
- σφηνῶ, -όω, ΝΜΑ [σφήν, -ηνός]μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνανεοελλ.1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία»)β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει»)μσν.-αρχ.1. δίνω σε κάτι σχήμα σφήνας, κάνω κάτι σφηνοειδές2. φράζω, βουλλώνω («τὰ τρήματα τῆς χύτρας σφηνοῡσι τοῑς σπόγγοις», Σχόλ. Αριστοφ.)3. παθ. σφηνοῡμαι, -όομαιμπήγομαι σαν σφήνα («εἰς δὲ τούτου τό μέσον ἐσφήνωτο πτερύγια τρία ξύλινα βραχέα παντελῶς», Πολ.)αρχ.1. διακοσμώ κάτι εμπηγνύοντας στολίδια («κλίνη ἦν μεγάλη, ἀπὸ χελώνης Ἰνδικής πεποιημένη, χρυσῷ ἐσφηνωμένη», Λουκιαν.)2. παθ. α) υφίσταμαι έμφραξη («οὗτος κληθεὶς ἐπὶ τὸ δεῑπνον και σφηνωθείς, ἀπέθανεν», Σούδ.)β) υποβάλλομαι σε βασανιστήρια («σφηνούμενοι ὑπὸ δεσποτῶν ἢ τυράννων φωνὴν ἀφῆκαν», Πλούτ.)γ) (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σφηνούμενοντο πράγμα στο οποίο τίθεται σφήνα, για να ανοίξει στα δύο3. φρ. «σφηνοῡμαι τὰς κεφαλάς» — υποφέρω από κρυολόγημα (Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.